- ἀσπαλιευτής
- ἀσπαλιευτήςanglermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασπαλιευτής — ἀσπαλιευτής, ο (Α) [ασπαλιεύομαι] ο ασπαλιεύς … Dictionary of Greek
ἀσπαλιευταῖς — ἀσπαλιευτής angler masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευταί — ἀσπαλιευτής angler masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτοῦ — ἀσπαλιευτής angler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτήν — ἀσπαλιευτής angler masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτῶν — ἀσπαλιευτής angler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek